- με
- (I)και μέ(συντετμημένος τύπος τού εμέ, αιτ. τού εγώ) όταν προτάσσεται τού ρήματος συνήθως διατηρεί τον τόνο του και χρησιμοποιείται ως μη εγκλιτική λέξη, ενώ όταν επιτάσσεται σχεδόν πάντοτε παραμένει άτονο και είναι εγκλιτική λέξη (α. «μέ καθοδηγεί» β. «άφησέ με ήσυχο»).————————(II)(Μ μέ)πρόθεση που συντάσσεται με αιτιατική και δηλώνει: 1. σχέση, συνάφεια, συνοδεία (α. «ήλθε με τον πατέρα της» β. «ένωσα το ένα σύρμα με το άλλο»)2. στενή επαφή, γειτνίαση (α. «στήθος με στήθος» β. «πρόσωπο με πρόσωπο» γ. «χέρι με χέρι»)3. το μέσο ή το όργανο με το οποίο γίνεται κάτι (α. «δεν καταφέρνεις τίποτε με τα κλάματα» β. «θα πάω με τα πόδια» γ. «τό έκοψα με το μαχαίρι»)4. χρονική αφετηρία ή διάρκεια είτε με την έννοια τού συγχρόνου είτε με την έννοια τού υστεροχρόνου (α. «με την αυγή» β. «με τα πρωτοβρόχια» γ. «με την πάροδο τού χρόνου»)5. τρόπο (α. «προσπαθεί να επιτύχει με πονηριά» β. «με γούστο»)6. διάθεση (α. «έφαγα με όρεξη» β. «γέλασα με την καρδιά μου»)7. αιτία, λόγο για τον οποίο γίνεται κάτι («τόν σιχάθηκα με αυτά που κάνει»)8. κτήση, κυριότητα («νύφη με προίκα»)9. ιδιότητα (α. «πατέρας με τρία παιδιά» β. «άνθρωπος με μυαλό»)10. περιεχόμενο («σπίτι με ωραία επίπλωση»)11. εναντίωση, εχθρότητα («έχει τσακωθεί με τους δικούς της»)12. τίμημα ή αμοιβή ή αντιστάθμισμα (α. «με τόσο μικρό μισθό δεν μπορούν να ζήσουν» β. «δεν πουλώ με κέρδος αλλά με ζημιά»)νεοελλ.φρ. α) «τρώγονται ο ένας με τον άλλο» — διαπληκτίζονται, τσακώνονταιβ) «με τη βοήθεια τού Θεού» — μακάρι να βοηθήσει ο Θεόςγ) «το ένα με το άλλο» — κατά μέσο όροδ) (για ευχή) «με το καλό» — μακάρι να πας καλά ή να κάνεις κάτι καλάε) «ήλθες με την ώρα» — ήλθες έγκαιραστ) «με μιας» και συν. «μεμιάς» — αμέσωςζ) «μέ πήρε με καλό μάτι» — μέ συμπάθησεη) «με χίλια βάσανα» — ύστερα από πολλούς κόπουςθ) «με λίγα λόγια» — σύντομα, βραχυλογικαμσν.σπανίως συντάσσεται και με γενική.[ΕΤΥΜΟΛ. Η πρόθεση με προήλθε με ανομοιωτική αποβολή τής β' συλλαβής τής πρόθεσης μετά σε περιπτώσεις που ακολουθούσε το άρθρο τα: μετά τα... > με τα...].
Dictionary of Greek. 2013.